χωρογράφος

χωρογράφος
ο, ΝΑ, και χωρογράφος, η, Ν
ειδικός που ασχολείται με την χωρογραφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χώρα/χῶρος + -γράφος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χωρογράφος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωρογράφου — χωρόγραφος describing countries. masc/fem/neut gen sg χωρογράφος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωρογράφῳ — χωρόγραφος describing countries. masc/fem/neut dat sg χωρογράφος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωρογράφοι — χωρογράφος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορογραφώ — έω, ΜΑ [χωρογράφος] περιγράφω χώρες, είμαι χωρογράφος αρχ. 1. καθορίζω τα όρια ενός τόπου 2. (στον ρωμαϊκό στρατό) είμαι χωρομέτρης …   Dictionary of Greek

  • corógrafo — ► sustantivo GEOGRAFÍA Persona dedicada a la descripción de un país, región o provincia. * * * corógrafo. (Del gr. χωρογράφος). m. p. us. Entendido en corografía …   Enciclopedia Universal

  • ARCHELAUS — I. ARCHELAUS Cappadocum Rex, ope Antonii Triumviri, Ariobarzani surrogatus, quinquaginta annis regnavit, Tacit. Annal. l. 2. c. 42. ubi ab offenso Tiberio, matris literis Romam elicitum, angore, simul fessum seniô, et quia regibus aequa, nedum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

  • χωρογραφία — η, ΝΑ [χωρογράφος] γενική περιγραφή μιας χώρας και ιδίως τής μορφολογίας τού εδάφους της αρχ. 1. αστρολ. η απόδοση τών διαφόρων χωρών στούς αστερισμούς ή τους πλανήτες που τίς προστατεύουν 2. ως κύριο όν. Χωρογραφία τίτλος έργων τού Βάρρωνος και… …   Dictionary of Greek

  • χωρογραφικός — ή, ό / χωρογραφικός, ή, όν, ΝΑ [χωρογράφος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην χωρογραφία. επίρρ... χωρογραφικώς και χωρογραφικά Ν με χωρογραφικό τρόπο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”